πτάκα

πτάκα
πτάκα
Grammatical information: Acc. sg. f.
Meaning: `hare' (A. Ag. 137 [lyr.]).
Other forms: nom. (*πτάξ) unattested.
Derivatives: πτάκ-ις, -ιδος f. `id.' (Com. Adesp. 1127), -ισμός m. `shyness' (ibd. 1128: *πτακίζω), -άδις adv. `shy' (Theognost.); πτακωρεῖν πτήσσειν, δεδοικέναι H. (after ὀλιγωρεῖν, τιμωρεῖν a.o.).
Origin: IE [Indo-European] [825] *pteh₂-k- `duck away, shy'
Etymology: Root noun of πτᾰκεῖν; s. πτήσσω and πτώξ (orig. πτώξ, gen. πτᾰκ-ός with ablaut ω : , to which secondarily acc. πτάκ-α?; s. Kretschmer Glotta 4, 336).
Page in Frisk: 2,610

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πτάκα — πτάξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτάκις — ιδος ή πτακίς, ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως ανώμαλος τ. θηλ. τού πτάξ) η δειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. πτέρ ις)] …   Dictionary of Greek

  • πτακάδις — Α επίρρ. με φόβο, δειλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επιρρμ. κατάλ. άδις (πρβλ. κρυφ άδις)] …   Dictionary of Greek

  • πτακισμός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + ισμός μέσω αμάρτυρου ρ. *πτακ ίζω] …   Dictionary of Greek

  • πτακωρώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «πτήσσω, πτώσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) κατά τα τιμωρῶ, ὀλιγωρῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”